- άδενδρος
- και άδεντρος, -η, -ο (Α ἄδενδρος, -ον) [δένδρο]1. (για τόπο) αυτός που δεν έχει δέντρα2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει ιδιόκτητα δένδρα3. μτφ. αυτός που δεν έχει παιδιά, απογόνους4. (για χωράφια) ο μη κατάλληλος για δενδροφύτευση.
Dictionary of Greek. 2013.